- χιλιομέτρηση
- η, Νη μέτρηση τού μήκους μιας οδού σε χιλιόμετρα, καθώς και η επισήμανση τού τέρματος κάθε χιλιομέτρου με ειδικό σήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιόμετρο, μέσω ενός ρ. *χιλιομετρώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιλιομέτρηση — η η μέτρηση του μήκους δρόμου σε χιλιόμετρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)